Δείτε επίσης: ὧν, ων, -ών, ὄν, ον
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
οντ-
ονομαστική ὤν οὖσ τὸ ὄν
      γενική τοῦ ὄντος τῆς οὔσης τοῦ ὄντος
      δοτική τῷ ὄντ τῇ οὔσ τῷ ὄντ
    αιτιατική τὸν ὄντ τὴν οὖσᾰν τὸ ὄν
     κλητική ! ὤν οὖσ ὄν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὄντες αἱ οὖσαι τὰ ὄντ
      γενική τῶν ὄντων τῶν οὐσῶν τῶν ὄντων
      δοτική τοῖς οὖσῐ(ν) ταῖς οὔσαις τοῖς οὖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὄντᾰς τὰς οὔσᾱς τὰ ὄντ
     κλητική ! ὄντες οὖσαι ὄντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὄντε τὼ οὔσ τὼ ὄντε
      γεν-δοτ τοῖν ὄντοιν τοῖν οὔσαιν τοῖν ὄντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὤν' όπως «ὤν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὤν < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί (είμαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

ὤν, οὖσα, ὄν

  1. που είναι, όντας, που υπάρχει τώρα
    Κριτίας τῶν τριάκοντα ὤν
    ο Κριτίας, όντας ένας από τους τριάκοντα <τριάντα τυράννους>
    ※  ζώντων καί ὄντων Ἀθηναίων (Δημοσθένης, Περί τού Στεφάνου)
    <αν αυτό το τρομερό γεγονός είχε συμβεί> και οι Αθηναίοι εντούτοις εξακολουθούσαν να αναπνέουν και να υπάρχουν
    οἱ ὄντες και οὐκ ὄντες : εκείνοι που επέζησαν και εκείνοι που δεν υπάρχουν πια
  2. που είναι τώρα, που υπηρετεί τώρα σε μια θέση, που υπάρχει αυτή τη στιγμή ή που είναι (για χρονικούς όρους), ο τρέχων
    ἱερέων τῶν ὄντων: από τους ιερείς που τώρα έχουν θητεία
    τοῦ ὄντος μηνός: του τρέχοντα μήνα
  3. που είναι παρών, που είναι κοντά
    τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν : την τοπική
  4. → δείτε και το ὄν ως ουσιαστικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

νέα ελληνικά: