ὤν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
οντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ὤν | ἡ | οὖσᾰ | τὸ | ὄν | |
γενική | τοῦ | ὄντος | τῆς | οὔσης | τοῦ | ὄντος | |
δοτική | τῷ | ὄντῐ | τῇ | οὔσῃ | τῷ | ὄντῐ | |
αιτιατική | τὸν | ὄντᾰ | τὴν | οὖσᾰν | τὸ | ὄν | |
κλητική ὦ! | ὤν | οὖσᾰ | ὄν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ὄντες | αἱ | οὖσαι | τὰ | ὄντᾰ | |
γενική | τῶν | ὄντων | τῶν | οὐσῶν | τῶν | ὄντων | |
δοτική | τοῖς | οὖσῐ(ν) | ταῖς | οὔσαις | τοῖς | οὖσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | ὄντᾰς | τὰς | οὔσᾱς | τὰ | ὄντᾰ | |
κλητική ὦ! | ὄντες | οὖσαι | ὄντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄντε | τὼ | οὔσᾱ | τὼ | ὄντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | ὄντοιν | τοῖν | οὔσαιν | τοῖν | ὄντοιν | |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὤν' όπως «ὤν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὤν < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί (είμαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος : ἐών, ἐοῦσα, ἐόν
- κυπριακό: ἰών
- διαλεκτικοί τύποι θηλυκού: ἰῶσα, ἔσσα, ἐοῖσα, ἔασσα, εὖσα
Μετοχή
επεξεργασία- που είναι, όντας, που υπάρχει τώρα
- ↪ Κριτίας τῶν τριάκοντα ὤν
- ο Κριτίας, όντας ένας από τους τριάκοντα <τριάντα τυράννους>
- ※ ζώντων καί ὄντων Ἀθηναίων (Δημοσθένης, Περί τού Στεφάνου)
- <αν αυτό το τρομερό γεγονός είχε συμβεί> και οι Αθηναίοι εντούτοις εξακολουθούσαν να αναπνέουν και να υπάρχουν
- ↪ οἱ ὄντες και οὐκ ὄντες : εκείνοι που επέζησαν και εκείνοι που δεν υπάρχουν πια
- ↪ Κριτίας τῶν τριάκοντα ὤν
- που είναι τώρα, που υπηρετεί τώρα σε μια θέση, που υπάρχει αυτή τη στιγμή ή που είναι (για χρονικούς όρους), ο τρέχων
- ↪ ἱερέων τῶν ὄντων: από τους ιερείς που τώρα έχουν θητεία
- ↪ τοῦ ὄντος μηνός: του τρέχοντα μήνα
- που είναι παρών, που είναι κοντά
- ↪ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν : την τοπική
- → δείτε και το ὄν ως ουσιαστικό
Συγγενικά
επεξεργασία- οὐσία
- οὐσίδιον
- ὄντως (επίρρημα)
- τῶ ὄντιgrc
Δείτε επίσης
επεξεργασίανέα ελληνικά: