πλησίος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλησίος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπλησίος, -α, -ον, συγκριτικός :πλησιαίτερος/πλησιέστερος, υπερθετικός : πλησιαίτατος
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
- πλησιάζω & παράγωγα
- πλησίον & παράγωγα
- πλησιότης
- πλησιόχωρος
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πλησίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλησίος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.