γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλησίος πλησί τὸ πλησίον
      γενική τοῦ πλησίου τῆς πλησίᾱς τοῦ πλησίου
      δοτική τῷ πλησί τῇ πλησί τῷ πλησί
    αιτιατική τὸν πλησίον τὴν πλησίᾱν τὸ πλησίον
     κλητική ! πλησίε πλησί πλησίον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλησίοι αἱ πλησίαι τὰ πλησί
      γενική τῶν πλησίων τῶν πλησίων τῶν πλησίων
      δοτική τοῖς πλησίοις ταῖς πλησίαις τοῖς πλησίοις
    αιτιατική τοὺς πλησίους τὰς πλησίᾱς τὰ πλησί
     κλητική ! πλησίοι πλησίαι πλησί
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλησίω τὼ πλησί τὼ πλησίω
      γεν-δοτ τοῖν πλησίοιν τοῖν πλησίαιν τοῖν πλησίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλησίος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πλησίος, -α, -ον, συγκριτικός:πλησιαίτερος/πλησιέστερος, υπερθετικός: πλησιαίτατος

Παράγωγα

επεξεργασία

παράγωγα & σύνθετα

(Χρειάζεται επεξεργασία)