Ετυμολογία

επεξεργασία
πέλας < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

πέλας, υπερθετικός: πελαστάτω

  1. (τοπικό επίρρημα) κοντά, πλησίον
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 257 (στίχοι 256-257)
    Τοῦ μὲν ἄρ᾽ υἱὸς ἐπῆλθε, Θεοκλύμενος δ᾽ ὄνομ᾽ ἦεν, | ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο·
    Δικός του γιος λοιπόν, λεγόταν Θεοκλύμενος, αυτός που φάνηκε | και στάθηκε στο πλάι του Τηλεμάχου
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 138.2
    οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων.
    Κι εκείνοι, φτάνοντας σ᾽ άλλη περιοχή της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκαν κοντά στα περιβόλια που λένε πως ήταν του Μίδα, του γιου του Γορδίου, όπου φυτρώνουν άγρια ρόδα, που το καθένα τους έχει εξήντα φύλλα κι η ευωδιά τους είναι ανώτερη απ᾽ των άλλων.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 29
    πέλας γὰρ ἄνδρα τόνδε νῷν ὁρῶ.
    βλέπω κοντά μας κάποιον άντρα.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
     αντώνυμα: ἑκάς
     συνώνυμα: ἐγγύς
  2. (ως αρσενικό ουσιαστικό, πληθυντικός: οἱ πέλας): οι γείτονες, οι συνάνθρωποι, (γενικότερα) η ανθρωπότητα
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 69.3
    καὶ ἐπιστάμεθα οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ὅτι κατ᾽ ὀλίγον χωροῦσιν ἐπὶ τοὺς πέλας.
    Ξέρομε καλά την μέθοδο των Αθηναίων, τον τρόπο με τον οποίο απλώνουν σιγά-σιγά την κυριαρχία τους επάνω στους γείτονές τους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 441 (440-442)
    κἄπειτ᾽ ἔρωτος οὕνεκα ψυχὴν ὀλεῖς; | οὔ τἄρα λύει τοῖς ἐρῶσι τῶν πέλας, | ὅσοι τε μέλλουσ᾽, εἰ θανεῖν αὐτοὺς χρεών.
    Και ζητάς να πεθάνεις για έναν έρωτα; | Δεν είναι λύση ο θάνατος για κείνους | που αγαπάνε ή που μέλλει ν᾽ αγαπήσουν.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  3. (ως αρσενικό ουσιαστικό, ενικός: πέλας): ο γείτονας, ο συνάνθρωπος, (γενικότερα) οποιοσδήποτε άνθρωπος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 86 (85-86)
    τίς δ᾽ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε, | ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ,
    Και ποιός δεν είναι; Τώρα κατάλαβες ότι ο καθένας | αγαπάει πιο πολύ τον εαυτό του παρά τους άλλους,
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία