Ετυμολογία

επεξεργασία
τὰ τῶν πέλας κακά / τὰ τῶν πέλας ἀλγήματα < τὰ κακά (οι δυστυχίες), πληθυντικός του ουδέτερου κακόν (επίθετο κακός) ή τὰ ἀλγήματα, πληθυντικός του ἄλγημα, τῶν πέλας (των συνανθρώπων)

  Έκφραση

επεξεργασία

τὰ τῶν πέλας κακά

  • οι ξένες δυστυχίες
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 504 (503-504)
    πεύσεται δ᾽ ἄλλος ἄλλοθεν, προφω-|νῶν τὰ τῶν πέλας κακά,
    κι ο ένας τον άλλο θα ρωτούν, | ενώ τα πάθη θα ιστορούν του διπλανού:
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 152.2
    ἐπίσταμαι δὲ τοσοῦτον, ὅτι εἰ πάντες ἄνθρωποι τὰ οἰκήια κακὰ ἐς μέσον συνενείκαιεν ἀλλάξασθαι βουλόμενοι τοῖσι πλησίοισι, ἐγκύψαντες ἂν ἐς τὰ τῶν πέλας κακὰ ἀσπασίως ἕκαστοι αὐτῶν ἀποφεροίατο ὀπίσω τὰ ἐσηνείκαντο.
    Όμως ξέρω καλά τούτο: αν όλοι οι άνθρωποι κουβαλούσαν τις δικές του δυστυχίες ο καθένας και τις απέθεταν στον ίδιο τόπο θέλοντας να τις ανταλλάξουν με τις δυστυχίες των πλησίον τους, σκύβοντας πάνω στις δυστυχίες των πλησίον τους ο καθένας με αγαλλίαση θα σήκωνε και θα έπαιρνε πίσω τις δυστυχίες που κουβάλησε εκεί.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 340 (339-340)
    οἶμαι μὲν ἀρκεῖν σοί γε καὶ τὰ σ᾽, ὦ τάλας, | ἀλγήμαθ’, ὥστε μὴ τὰ τῶν πέλας στένειν.
    Μα νομίζω πως σε φτάνουν, βαριόμοιρε, οι δικές σου | οι συφορές, που να μην είναι ανάγκη να θρηνείς και για ξένες.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Αντώνυμα

επεξεργασία