δυστυχία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυστυχία | οι | δυστυχίες |
γενική | της | δυστυχίας | των | δυστυχιών |
αιτιατική | τη | δυστυχία | τις | δυστυχίες |
κλητική | δυστυχία | δυστυχίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.stiˈçi.a/
- συλλαβισμός : δυ‐στυ‐χί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυστυχία θηλυκό
- κατάσταση δυσφορίας, στην οποία δεν επιτυχγάνονται οι ανάγκες και οι στόχοι ενός ατόμου
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυστυχία
Επεξεργασία
- ↑ «δυστυχία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.