δυστυχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυστυχισμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δυστυχώ
Μετοχή
επεξεργασία
δυστυχισμένος, -η, -ο
- που ζει μέσα στη δυστυχία
- δυστυχισμένη μου ψυχή
- που εκφράζει δυστυχία
- ήρθε και με βρήκε με το δυστυχισμένο προσωπάκι του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυστυχισμένος