δυστυχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδυστυχισμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δυστυχώ
Μετοχή
επεξεργασίαδυστυχισμένος, -η, -ο
- που ζει μέσα στη δυστυχία
- δυστυχισμένη μου ψυχή
- που εκφράζει δυστυχία
- ήρθε και με βρήκε με το δυστυχισμένο προσωπάκι του
Συνώνυμα
επεξεργασία- άθυμος
- άκεφος
- άμοιρος
- άραχλος
- αρίζικος
- ασβολερός
- άτυχος, ατυχής
- δύσμοιρος
- θλιμμένος
- καημένος
- κακορίζικος
- κακότυχος, κακοτυχής
- λυπημένος
- μαύρος
- στενοχωρημένος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυστυχισμένος