δύσμοιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δύσμοιρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύσμοιρος[1] Συγχρονικά αναλύετα σε δύσ- + μοίρ(α) + -ος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.zmi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐σμοι‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : δύσ‐μοι‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δύσμοιρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας