άτυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άτυχος | η | άτυχη | το | άτυχο |
γενική | του | άτυχου | της | άτυχης | του | άτυχου |
αιτιατική | τον | άτυχο | την | άτυχη | το | άτυχο |
κλητική | άτυχε | άτυχη | άτυχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άτυχοι | οι | άτυχες | τα | άτυχα |
γενική | των | άτυχων | των | άτυχων | των | άτυχων |
αιτιατική | τους | άτυχους | τις | άτυχες | τα | άτυχα |
κλητική | άτυχοι | άτυχες | άτυχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άτυχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄτυχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀτυχής με μεταπλασμό σε -ος. Με ά- στερητικό [1] Δείτε και ατυχής.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ti.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐τυ‐χος
Επίθετο επεξεργασία
άτυχος, -η, -ο
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τύχη
Μεταφράσεις επεξεργασία
άτυχος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άτυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας