ἀτυχής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀτυχής | τὸ | ἀτυχές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀτυχοῦς | τοῦ | ἀτυχοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀτυχεῖ | τῷ | ἀτυχεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀτυχῆ | τὸ | ἀτυχές | ||
κλητική ὦ! | ἀτυχές | ἀτυχές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀτυχεῖς | τὰ | ἀτυχῆ | ||
γενική | τῶν | ἀτυχῶν | τῶν | ἀτυχῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀτυχέσῐ(ν) | τοῖς | ἀτυχέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀτυχεῖς | τὰ | ἀτυχῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀτυχεῖς | ἀτυχῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτυχεῖ | τὼ | ἀτυχεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀτυχοῖν | τοῖν | ἀτυχοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀτυχής < ἀ- στερητικό + -τυχής < θέμα τυχ- όπως στον αόριστο ἔτῠχον του τυγχάνω [1] → δείτε και τη λέξη τύχη
Επίθετο
επεξεργασίαἀτυχής, -ής, -ές
Παράγωγα
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ατυχής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἀτυχής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτυχής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.