κακότυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακότυχος < μεσαιωνική ελληνική κακότυχος < κακο- + τύχ(η) + -ος ή προέλευσης από την αρχαία ελληνική κακοτυχής (μεταπλασμός)[1] (κτητικό σύνθετο)
Επίθετο
επεξεργασίακακότυχος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακότυχος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κακότυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας