↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακότυχος η κακότυχη το κακότυχο
      γενική του κακότυχου της κακότυχης του κακότυχου
    αιτιατική τον κακότυχο την κακότυχη το κακότυχο
     κλητική κακότυχε κακότυχη κακότυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακότυχοι οι κακότυχες τα κακότυχα
      γενική των κακότυχων των κακότυχων των κακότυχων
    αιτιατική τους κακότυχους τις κακότυχες τα κακότυχα
     κλητική κακότυχοι κακότυχες κακότυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακότυχος < μεσαιωνική ελληνική κακότυχος < κακο- + τύχ(η) + -ος ή προέλευσης από την αρχαία ελληνική κακοτυχής (μεταπλασμός)[1] (κτητικό σύνθετο)

  Επίθετο

επεξεργασία

κακότυχος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία