κακοτυχιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοτυχιά | οι | κακοτυχιές |
γενική | της | κακοτυχιάς | των | κακοτυχιών |
αιτιατική | την | κακοτυχιά | τις | κακοτυχιές |
κλητική | κακοτυχιά | κακοτυχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοτυχιά < μεσαιωνική ελληνική κακοτυχία < αρχαία ελληνική κακοτυχής < κακός + τύχη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοτυχιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κακοτυχία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοτυχιά
|