κακοτυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοτυχία < μμεσαιωνική ελληνική κακοτυχία < αρχαία ελληνική κακοτυχής < κακός + τύχη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοτυχία θηλυκό
- η άσχημη τύχη, το να συμβαίνουν σε κάποιον δυσάρεστα γεγονότα (που συχνά δεν μπορεί αυτός να ελέγχει)
- η εκδήλωση κάποιου δυσάρεστου γεγονότος
- …κι έσκασε το λάστιχο! Τι κακοτυχία!