Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοτυχίζω < μεσαιωνική ελληνική κακοτυχίζω < αρχαία ελληνική κακοτυχέω / κακοτυχῶ < κακοτυχής < κακός + τύχη

  Ρήμα επεξεργασία

κακοτυχίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία