Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατυχία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ατυχί
α
οι
ατυχί
ες
γενική
της
ατυχί
ας
των
ατυχι
ών
αιτιατική
την
ατυχί
α
τις
ατυχί
ες
κλητική
ατυχί
α
ατυχί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατυχία
< από το
αρσενικό
στερητικό και το
τύχη
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατυχία
θηλυκό
Η έλλειψη τύχης.
Είχαμε μεγάλη
ατυχία
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατυχία
αγγλικά
:
misfortune
(en)
γαλλικά
:
infortune
(fr)
,
malchance
(fr)
γερμανικά
:
Pech
(de)
ισπανικά
:
mala suerte
(es)
πολωνικά
:
pech
(pl)
ρωσικά
:
неудача
(ru)