↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατυχία οι ατυχίες
      γενική της ατυχίας των ατυχιών
    αιτιατική την ατυχία τις ατυχίες
     κλητική ατυχία ατυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατυχία < από το αρσενικό στερητικό και το τύχη.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατυχία θηλυκό

  • Η έλλειψη τύχης.
    Είχαμε μεγάλη ατυχία.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία