Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λυπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λυπημέν
ος
η
λυπημέν
η
το
λυπημέν
ο
γενική
του
λυπημέν
ου
της
λυπημέν
ης
του
λυπημέν
ου
αιτιατική
τον
λυπημέν
ο
τη
λυπημέν
η
το
λυπημέν
ο
κλητική
λυπημέν
ε
λυπημέν
η
λυπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λυπημέν
οι
οι
λυπημέν
ες
τα
λυπημέν
α
γενική
των
λυπημέν
ων
των
λυπημέν
ων
των
λυπημέν
ων
αιτιατική
τους
λυπημέν
ους
τις
λυπημέν
ες
τα
λυπημέν
α
κλητική
λυπημέν
οι
λυπημέν
ες
λυπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λυπημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λυπώ
,
λυπάμαι
και
λυπούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
λυπημένος, -η, -ο
που νιώθει
λύπη
Συνώνυμα
επεξεργασία
θλιμμένος
στεναχωρημένος
και
στενοχωρημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λυπημένος
αγγλικά
:
sad
(en)
γαλλικά
:
triste
(fr)
εβραϊκά
:
עצוב
(he)
ιταλικά
:
triste
(it)