Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυπημένα < λυπημένος

  Επίρρημα επεξεργασία

λυπημένα

  • με λυπημένο τρόπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία