λύπη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λύπη | οι | λύπες |
γενική | της | λύπης | — | |
αιτιατική | τη | λύπη | τις | λύπες |
κλητική | λύπη | λύπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λύπη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λύπη
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐πη
- ομόηχα: λείπει, λίπη
- τονικό παρώνυμο: λυπεί
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λύπη θηλυκό
- το συναίσθημα του πόνου ή της στενοχώριας που προκαλεί μια αρνητική και απευκταία κατάσταση ή γεγονός
- ο οίκτος, η λύπηση για κάποιον
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λύπη
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
λῡπα- | |||||
ονομαστική | ἡ | λύπη | αἱ | λῦπαι | |
γενική | τῆς | λύπης | τῶν | λυπῶν | |
δοτική | τῇ | λύπῃ | ταῖς | λύπαις | |
αιτιατική | τὴν | λύπην | τὰς | λύπᾱς | |
κλητική ὦ! | λύπη | λῦπαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύπᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | λύπαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λύπη, ήδη τον 6ο αιώνα < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leup-[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λύπη (ῡ) θηλυκό
Επεξεργασία
(Χρειάζεται επεξεργασία)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «λύπη» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «λύπη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.