Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυπηρός η λυπηρή το λυπηρό
      γενική του λυπηρού της λυπηρής του λυπηρού
    αιτιατική τον λυπηρό τη λυπηρή το λυπηρό
     κλητική λυπηρέ λυπηρή λυπηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυπηροί οι λυπηρές τα λυπηρά
      γενική των λυπηρών των λυπηρών των λυπηρών
    αιτιατική τους λυπηρούς τις λυπηρές τα λυπηρά
     κλητική λυπηροί λυπηρές λυπηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυπηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λυπηρός < λύπ(η) + -ηρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.piˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐πη‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

λυπηρός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
λῡπηρο-
ονομαστική λυπηρός λυπηρᾱ́ τὸ λυπηρόν
      γενική τοῦ λυπηροῦ τῆς λυπηρᾶς τοῦ λυπηροῦ
      δοτική τῷ λυπηρ τῇ λυπηρ τῷ λυπηρ
    αιτιατική τὸν λυπηρόν τὴν λυπηρᾱ́ν τὸ λυπηρόν
     κλητική ! λυπηρέ λυπηρᾱ́ λυπηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λυπηροί αἱ λυπηραί τὰ λυπηρᾰ́
      γενική τῶν λυπηρῶν τῶν λυπηρῶν τῶν λυπηρῶν
      δοτική τοῖς λυπηροῖς ταῖς λυπηραῖς τοῖς λυπηροῖς
    αιτιατική τοὺς λυπηρούς τὰς λυπηρᾱ́ς τὰ λυπηρᾰ́
     κλητική ! λυπηροί λυπηραί λυπηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυπηρώ τὼ λυπηρᾱ́ τὼ λυπηρώ
      γεν-δοτ τοῖν λυπηροῖν τοῖν λυπηραῖν τοῖν λυπηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυπηρός < λύπ(η) + -ηρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυπηρός, -ά, -όν

  Πηγές επεξεργασία