Δείτε επίσης: λυπῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυπώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λυπῶ, συνηρημένος τύπος του λυπέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐πώ
ομόηχο: λοιπό
τονικό παρώνυμο: λείπω

λυπώ, πρτ.: λυπούσα, στ.μέλλ.: θα λυπήσω, αόρ.: λύπησα, παθ.φωνή: λυπάμαι/λυπούμαι, π.αόρ.: λυπήθηκα, μτχ.π.π.: λυπημένος

  • προξενώ σε κάποιον λύπη
    ⮡  μας λυπεί πολύ η απουσία του καλού μας φίλου από αυτήν την εκδήλωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία