Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

attrister (fr)

  1. (μεταβατικό) λυπώ, θλίβω
    cette nouvelle l'a attristé - αυτό το νέο τον λύπισε
  2. (pronominal: αντωνυμικό) θλίβομαι, λυπάμαι
    il est normal de s'attrister à l'annonce de telles nouvelles
    είναι φυσικό να θλίβεται κανείς μαθαίνοντας τέτοια νέα

Συγγενικά

επεξεργασία