attrister
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαattrister (fr)
- (μεταβατικό) λυπώ, θλίβω
- cette nouvelle l'a attristé - αυτό το νέο τον λύπισε
- (pronominal: αντωνυμικό) θλίβομαι, λυπάμαι
- il est normal de s'attrister à l'annonce de telles nouvelles
- είναι φυσικό να θλίβεται κανείς μαθαίνοντας τέτοια νέα
- il est normal de s'attrister à l'annonce de telles nouvelles