sad
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sad |
συγκριτικός | sadder / more sad |
υπερθετικός | saddest / most sad |
Ετυμολογία
επεξεργασία- sad < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική sad < αγγλοσαξονική sæd (ικανοποιημένος) < πρωτογερμανική *sadaz (ικανοποιημένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂- (ικανοποιώ)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsad (en)
- θλιμμένος, λυπημένος, στενοχωρημένος, λυπάμαι
- λυπηρός, θλιβερός
- ⮡ a sad incident - θλιβερό περιστατικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- sadder but wiser: το πάθημα μάθημα → δείτε τη λέξη πάθημα