Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sadly (en)

  1. δυστυχώς, κατά δυστυχή συγκυρία
    Sadly he has never been able to find again his parents
     συνώνυμα: unfortunately
  2. λυπημένα, θλιμμένα
    he told us something sadly
  3. θλιβερά, κατά τρόπο που προκαλεί θλίψη
    the child was sadly illiterate