θλιβερά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θλιβερά < θλιβερός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
θλιβερά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θλιβερά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
θλιβερά
- θλιβερό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού