unfortunately
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unfortunately |
συγκριτικός | more unfortunately |
υπερθετικός | most unfortunately |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- unfortunately < unfortunate + -ly
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʌnˈfɔː.tʃən.ət.li/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ʌnˈfɔːr.tʃən.ət.li/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : un‐for‐tu‐nate‐ly