Επίθετο

επεξεργασία

forlorn (en)

  1. δυστυχισμένος, για ένα άτομο που εμφανίζεται μοναχικό και λυπημένο
    ⮡  He had a forlorn look.
    Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sad
  2. εγκαταλελειμμένος, για ένα μέρος που δεν φροντίζεται και χωρίς κόσμο
    ⮡  forlorn rural areas - εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abandoned