Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός abandoned
συγκριτικός more abandoned
υπερθετικός most abandoned

abandoned (en)

  • εγκαταλελειμμένος
    ⮡  an old abandoned house - ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι
    ⮡  The injured man was found abandoned a long time after the accident.
    Ο τραυματίας βρέθηκε εγκαταλελειμμένος πολλή ώρα μετά το ατύχημα.
     συνώνυμα:  derelict, deserted και forlorn

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

abandoned (en)