deserted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | deserted |
συγκριτικός | more deserted |
υπερθετικός | most deserted |
deserted (en)
- ερημικός, έρημος, για ένα μέρος χωρίς κόσμο
- ⮡ the deserted streets - οι ερημικοί δρόμοι
- ⮡ a deserted coastline/city/square - έρημη ακρογιαλιά/πόλη/πλατεία
- ⮡ a deserted house/island - ένα έρημο σπίτι/νησί
- ερημικός, έρημος, που εγκαταλείπεται από κάποιον που δεν σκοπεύει να επιστρέψει
- ⮡ Unknown people abandoned the stolen car in a deserted location.
- Άγνωστοι εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία.
- ⮡ The enemy found the city deserted by its defenders.
- Ο εχθρός βρήκε την πόλη έρημη από υπερασπιστές.
- ⮡ Unknown people abandoned the stolen car in a deserted location.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη abandoned
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdeserted (en)