Δείτε επίσης: ἔρημος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έρημος η έρημη το έρημο
      γενική του έρημου της έρημης του έρημου
    αιτιατική τον έρημο την έρημη το έρημο
     κλητική έρημε έρημη έρημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έρημοι οι έρημες τα έρημα
      γενική των έρημων των έρημων των έρημων
    αιτιατική τους έρημους τις έρημες τα έρημα
     κλητική έρημοι έρημες έρημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έρημος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔρημος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ɾi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐ρη‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

έρημος, -η, -ο

  1. που είναι απομακρυσμένος από τους άλλους
    Μετά το χωρισμό τους ζει μόνη κι έρημη.
     συνώνυμα: ακατοίκητος, απάτητος, απομονωμένος, ασύχναστος, εγκαταλελειμμένος, ερημικός, μόνος
  2. (μεταφορικά) που συνάντησε μεγάλες δυστυχίες στη ζωή του
    Τι να πρωτοπεί και τι να πρωτοκάνει ο έρημος; όπως του έρχονται τα πράγματα, τα παίρνει.
     συνώνυμα: άθλιος, δυστυχισμένος, κακομοίρης, ταλαίπωρος
  3. (έκφραση δυσφορίας ή συμπάθειας)
    αχ! τα έρημα τα ξένα!
    τα έρημα τα βράδυα
    λυπήσου τα έρημα τ'αφτάκια μας!

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έρημος οι έρημοι
      γενική της ερήμου των ερήμων
    αιτιατική την έρημο τις ερήμους
     κλητική έρημε
(έρημο)
έρημοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
H έρημος στην Αλγερία.

έρημος θηλυκό

  1. (γεωγραφία) περιοχή στην οποία υπάρχει ξηρασία και σχεδόν καθόλου βλάστηση, λόγω των σπανιότατων βροχοπτώσεων που σημειώνονται εκεί
    Τα καραβάνια διέσχιζαν την έρημο Σαχάρα με καμήλες.
  2. (μεταφορικά) απουσία κίνησης, δραστηριότητας
    Έρημος σήμερα το γραφείο, όλοι είχαν φύγει για το σαββατοκύριακο.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία