ερημοκλήσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ερημοκλήσι | τα | ερημοκλήσια |
γενική | του | ερημοκλησιού | των | ερημοκλησιών |
αιτιατική | το | ερημοκλήσι | τα | ερημοκλήσια |
κλητική | ερημοκλήσι | ερημοκλήσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερημοκλήσι < έρημος + -ο- + εκκλησία + -ι (το ένα -κ- προέκυψε από ορθογραφική απλοποίηση)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɾi.moˈkli.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερημοκλήσι ουδέτερο