Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερημοδικία οι ερημοδικίες
      γενική της ερημοδικίας των ερημοδικιών
    αιτιατική την ερημοδικία τις ερημοδικίες
     κλητική ερημοδικία ερημοδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερημοδικία < ερήμ(ην) + -ο- + δίκ(η) + -ία[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερημοδικία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) δίκη που διεξάγεται χωρίς να παρίσταται κάποιος από τους διαδίκους
  2. η απόφαση που βγάζουν αυτές οι δίκες[2]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ερημοδικία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)