ερημοδικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερημοδικώ < ερημοδικία + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίαερημοδικώ
- δεν παρίσταμαι σε δίκη, ενώ είμαι διάδικος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερημοδικώ | ερημοδικούσα | θα ερημοδικώ | να ερημοδικώ | ερημοδικώντας | |
β' ενικ. | ερημοδικείς | ερημοδικούσες | θα ερημοδικείς | να ερημοδικείς | (ερημοδίκει) | |
γ' ενικ. | ερημοδικεί | ερημοδικούσε | θα ερημοδικεί | να ερημοδικεί | ||
α' πληθ. | ερημοδικούμε | ερημοδικούσαμε | θα ερημοδικούμε | να ερημοδικούμε | ||
β' πληθ. | ερημοδικείτε | ερημοδικούσατε | θα ερημοδικείτε | να ερημοδικείτε | ερημοδικείτε | |
γ' πληθ. | ερημοδικούν(ε) | ερημοδικούσαν(ε) | θα ερημοδικούν(ε) | να ερημοδικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερημοδίκησα | θα ερημοδικήσω | να ερημοδικήσω | ερημοδικήσει | ||
β' ενικ. | ερημοδίκησες | θα ερημοδικήσεις | να ερημοδικήσεις | ερημοδίκησε | ||
γ' ενικ. | ερημοδίκησε | θα ερημοδικήσει | να ερημοδικήσει | |||
α' πληθ. | ερημοδικήσαμε | θα ερημοδικήσουμε | να ερημοδικήσουμε | |||
β' πληθ. | ερημοδικήσατε | θα ερημοδικήσετε | να ερημοδικήσετε | ερημοδικήστε | ||
γ' πληθ. | ερημοδίκησαν ερημοδικήσαν(ε) |
θα ερημοδικήσουν(ε) | να ερημοδικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ερημοδικήσει | είχα ερημοδικήσει | θα έχω ερημοδικήσει | να έχω ερημοδικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ερημοδικήσει | είχες ερημοδικήσει | θα έχεις ερημοδικήσει | να έχεις ερημοδικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ερημοδικήσει | είχε ερημοδικήσει | θα έχει ερημοδικήσει | να έχει ερημοδικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ερημοδικήσει | είχαμε ερημοδικήσει | θα έχουμε ερημοδικήσει | να έχουμε ερημοδικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ερημοδικήσει | είχατε ερημοδικήσει | θα έχετε ερημοδικήσει | να έχετε ερημοδικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ερημοδικήσει | είχαν ερημοδικήσει | θα έχουν ερημοδικήσει | να έχουν ερημοδικήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερημοδικώ
|