Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερημοδικώ < ερημοδικία + (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ρήμα επεξεργασία

ερημοδικώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία