ερημοδικήσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ερημοδικήσας & ερημοδικήσαντας |
η | ερημοδικήσασα | το | ερημοδικήσαν |
γενική | του | ερημοδικήσαντος & ερημοδικήσαντα |
της | ερημοδικήσασας & ερημοδικησάσης* |
του | ερημοδικήσαντος |
αιτιατική | τον | ερημοδικήσαντα | την | ερημοδικήσασα | το | ερημοδικήσαν |
κλητική | ερημοδικήσας & ερημοδικήσαντα |
ερημοδικήσασα | ερημοδικήσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ερημοδικήσαντες | οι | ερημοδικήσασες | τα | ερημοδικήσαντα |
γενική | των | ερημοδικησάντων | των | ερημοδικησασών | των | ερημοδικησάντων |
αιτιατική | τους | ερημοδικήσαντες | τις | ερημοδικήσασες | τα | ερημοδικήσαντα |
κλητική | ερημοδικήσαντες | ερημοδικήσασες | ερημοδικήσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαερημοδικήσας
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ερημοδικώ
- → χρειάζεται παράθεμα με χρήση στη νεοελληνική και όχι στην καθαρεύουσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερημοδικήσας
|