ερήμην
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερήμην < αρχαία ελληνική ἐρήμην (δίκην), αιτιατική ενικού του ἐρήμη (θηλυκό του ἔρημος)
Επίρρημα
επεξεργασίαερήμην
- χωρίς την παρουσία κάποιου, χωρίς κάποιος να παρευρίσκεται. (συνήθως σε κάποια δίκη)
- Το δικαστήριο τον καταδίκασε ερήμην σε πενταετή φυλάκιση.
- Το συμβούλιο έλαβε την απόφαση ερήμην του προέδρου.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερήμην