Δείτε επίσης: ἐρῆμος, έρημος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔρημος τὸ ἔρημον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρήμου τοῦ ἐρήμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρήμ τῷ ἐρήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔρημον τὸ ἔρημον
     κλητική ! ἔρημε ἔρημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔρημοι τὰ ἔρημ
      γενική τῶν ἐρήμων τῶν ἐρήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρήμοις τοῖς ἐρήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρήμους τὰ ἔρημ
     κλητική ! ἔρημοι ἔρημ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρήμω τὼ ἐρήμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρήμοιν τοῖν ἐρήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔρημος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἔρημος (Κατά τον Τζάρτζανο,[1] με τύπους: «ὁ ἔρημος, ἡ ἐρήμη ἢ ἔρημος, τὸ ἔρημον»)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [γραφή:πολυτονική]., §112.3.

  Πηγές επεξεργασία