ασύχναστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασύχναστος (μαρτυρείται από το 1841) [1] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀσύχναστος, α- στερητικό + συχνάζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαασύχναστος, -η, -ο
- που σπάνια τον συχνάζει κάποιος, όπου σπάνια πηγαίνει κανείς
- ⮡ ασύχναστος τόπος
- ⮡ ασύχναστη περιοχή
- ⮡ ασύχναστο μονοπάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778- 1850) - σελ. 171, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- ασύχναστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασύχναστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας