↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκομμένος η ξεκομμένη το ξεκομμένο
      γενική του ξεκομμένου της ξεκομμένης του ξεκομμένου
    αιτιατική τον ξεκομμένο την ξεκομμένη το ξεκομμένο
     κλητική ξεκομμένε ξεκομμένη ξεκομμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκομμένοι οι ξεκομμένες τα ξεκομμένα
      γενική των ξεκομμένων των ξεκομμένων των ξεκομμένων
    αιτιατική τους ξεκομμένους τις ξεκομμένες τα ξεκομμένα
     κλητική ξεκομμένοι ξεκομμένες ξεκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεκόβω. Μορφολογικά, ξε- + κομμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.koˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐κομ‐μέ‐νος

ξεκομμένος, -η, -ο

  1. που έχει απομακρυνθεί από τους άλλους
    ⮡  ζούσε ξεκομμένος από την οικογένειά του
     συνώνυμα: απομονωμένος, αποσπασμένος
  2. που έχει απομακρυνθεί από κάτι
    ※  Η μητέρα μου πρέπει να υπόφερε, ξεκομμένη από τις συνήθειές της. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  3. που έχει καθοριστεί τελεσίδικα
     συνώνυμα: αμετάκλητος, αμετάτρεπτος, σταθερός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία