ξεκόβω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκόβω < μεσαιωνική ελληνική ξεκόβω < ξε και κόβω < κόπτω
Ρήμα επεξεργασία
ξεκόβω και ξεκόφτω
- (αργκό) διακόπτω σχέσεις, δραστηριότητα
- ↪ ξέκοψε απ' τις κακές παρέες
- απαντώ αρνητικά με απόλυτο τρόπο
- ↪ Του το ξέκοψα, μπορεί να είμαστε αδέλφια, αλλά αυτή τη χάρη δεν το την κάνω