Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκόβω < μεσαιωνική ελληνική ξεκόβω < ξε και κόβω < κόπτω

ξεκόβω και ξεκόφτω

  1. (αργκό) διακόπτω σχέσεις, δραστηριότητα
    ⮡  ξέκοψε απ' τις κακές παρέες
  2. απαντώ αρνητικά με απόλυτο τρόπο
    ⮡  Του το ξέκοψα, μπορεί να είμαστε αδέλφια, αλλά αυτή τη χάρη δεν το την κάνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία