Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσπασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσπασμέν
ος
η
αποσπασμέν
η
το
αποσπασμέν
ο
γενική
του
αποσπασμέν
ου
της
αποσπασμέν
ης
του
αποσπασμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσπασμέν
ο
την
αποσπασμέν
η
το
αποσπασμέν
ο
κλητική
αποσπασμέν
ε
αποσπασμέν
η
αποσπασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσπασμέν
οι
οι
αποσπασμέν
ες
τα
αποσπασμέν
α
γενική
των
αποσπασμέν
ων
των
αποσπασμέν
ων
των
αποσπασμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσπασμέν
ους
τις
αποσπασμέν
ες
τα
αποσπασμέν
α
κλητική
αποσπασμέν
οι
αποσπασμέν
ες
αποσπασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσπασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποσπώ
Μετοχή
επεξεργασία
αποσπασμένος, -η, -ο
που αποσπάστηκε, μετακινήθηκε προσωρινά σε άλλη υπηρεσία
Συγγενικά
επεξεργασία
απόσπαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσπασμένος
γαλλικά
:
détaché
(fr)