παράμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράμερος < μεσαιωνική ελληνική παράμερος < από την έκφραση "παρά μέρος", δηλαδή γειτονικό κοντινό μέρος
Επίθετο επεξεργασία
παράμερος
- που δεν βρίσκεται ή δεν φαίνεται εύκολα από κάποιο κεντρικό, για την περιοχή, σημείο