παράμερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράμερα < παράμερος + -α < μεσαιωνική ελληνική παρά μέρος
Επίρρημα
επεξεργασία
παράμερα
- λίγο πιο πέρα από το σημείο που θεωρείται το κέντρο μιας ενέργειας ή δραστηριότητας
- Παράμερα στέκει / ο άντρας και κλαίει (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Α)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
παράμερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παράμερος