out of the way
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαout of the way (en) (ιδιωματισμός)
- παράμερος, παράμερα
- ⮡ an out-of-the-way house - παράμερο σπίτι
- ⮡ My house is a little out of the way.
- Το σπίτι μου είναι λίγο παράμερα.
- βάζω κάτι στην άκρη, για να μην εμποδίζεται
- ⮡ Take your bike out of the way.
- Βάλε στην άκρη το ποδήλατό σου.
- ⮡ Take your bike out of the way.
Πηγές
επεξεργασία- way (idioms): out of the way - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη