ενικός         πληθυντικός  
way ways

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

way (en)

  1. ο τρόπος, η μέθοδος, το πώς κάνει κάποιος κάτι
    ⮡  the way she speaks - ο τρόπος που μιλάει
    ⮡  in the same way - με τον ίδιο τρόπο
    ⮡  in this way - μ' αυτό/κατ' αυτό τον τρόπο
    ⮡  in a way that cannot be expressed in words - κατά τρόπο που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια
    ⮡  the American way of life - ο αμερικανικός τρόπος ζωής
    ⮡  We will find a way to do it.
    Θα βρούμε τρόπο να το κάνουμε.
    ⮡  Do it your own way/in whatever way you like.
    Κάνε το με το δικό σου τρόπο/μ' όποιον τρόπο σου αρέσει.
    ⮡  The way that I see things…
    Με τον τρόπο που βλέπω εγώ τα πράγματα…
    ⮡  There’s no way of knowing.
    Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε.
    ⮡  I don’t like his ways of doing business.
    Δεν μου αρέσουν οι μέθοδοί του στο εμπόριο.
    ⮡  We must find a way of getting rich quick.
    Πρέπει να βρούμε μια μέθοδο γρήγορου πλουτισμού.
    ⮡  The way we are going, there will be nothing left for us.
    Έτσι όπως πάμε δε θα μας μείνει τίποτα.
    ⮡  in every way - από κάθε άποψη
  2. ο τρόπος, ο χαρακτήρας, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς
    ⮡  I don’t like the way he drinks/speaks/looks at me/behaves.
    Δεν μου αρέσει ο τρόπος που πίνει/μιλάει/με κοιτάζει/φέρεται.
    ⮡  It’s not his way to be helpful.
    Δεν το 'χει ο χαρακτήρας του να είναι εξυπηρετικός.
  3. (μόνο πληθυντικός) οι συνήθειες, ο τυπικός τρόπος συμπεριφοράς και διαβίωσης μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
    ⮡  the English ways - οι αγγλικές συνήθειες
  4. (συνήθως ενικός) ο δρόμος, διαδρομή ή οδός που ακολουθώ για να φτάσω σε ένα μέρος
    ⮡  What is the right/best/quickest/shortest way to the station?
    Ποιος είναι ο σωστός/καλύτερος/γρηγορότερος/συντομότερος δρόμος για το σταθμό;
    ⮡  I will ask the way to the store.
    Θα ρωτήσω το δρόμο για/προς το κατάστημα.
    ⮡  I showed them the way.
    Τους έδειξα τον δρόμο.
  5. ο δρόμος, ένας δρόμος για να ταξιδεύω
    ⮡  a way across the fields - δρόμος μέσα από τα χωράφια
    → δείτε τους όρους freeway, highway, motorway, railway και waterway
  6. (συνήθως ενικός) ο δρόμος κατά μήκος του οποίου κάποιος ή κάτι κινείται· ο δρόμος που θα ακολουθούσε κάποιος ή κάτι αν δεν τον σταματούσε τίποτα
    ⮡  I found/lost my way.
    Βρήκα/έχασα το δρόμο μου.
    ⮡  He went out of his way.
    Βγήκε από το δρόμο του.
    ⮡  I lost my way and couldn’t find you.
    Μπέρδεψα το δρόμο και δεν μπόρεσα να σε βρω.
    ⮡  He is on the way to success.
    Βρίσκεται στο δρόμο της επιτυχίας.
    ⮡  Get out of the way!
    Κάνε στην μπάντα/Τράβα στην μπάντα!
    ⮡  There is no way out of the crisis.
    Δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση.
    → και δείτε την έκφραση on the way
  7. (συνήθως ενικός) ο δρόμος, συγκεκριμένη κατεύθυνση· προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  Which way are you going?
    Από ποιο δρόμο πας;
    ⮡  It’s the right way to the village.
    Είναι ο σωστός δρόμος για το χωριό.
    ⮡  He looked my way.
    Κοίταξε προς την κατεύθυνσή μου.
    ⮡  We should go this way.
    Πρέπει να πάμε από εδώ/προς τα εδώ.
    ⮡  This way please.
    Από δω παρακαλώ.
    ⮡  Look this way.
    Κοίταξε προς τα δω.
    ⮡  I think they went that way.
    Νομίζω ότι πήγαν από εκεί/προς τα εκεί.
    ⮡  She left that way.
    Από κει έφυγε.
    ⮡  Don’t look that way.
    Μην κοιτάς προς τα κει.
    ⮡  Which way are you going?
    Κατά πού πηγαίνεις;
    ⮡  Turn your chair this way!
    Γύρισε κατά δω την καρέκλα σου!
    ⮡  He was running that way.
    Έτρεχε κατά κει.
  8. (συνήθως ενικός) ένα μέσο για να μπω ή να βγω από ένα μέρος, όπως μια πόρτα ή μια πύλη
    ⮡  the way in - η είσοδος
    ⮡  It’s the only way in to the old castle.
    Είναι η μόνη είσοδος στο παλιό κάστρο.
    ⮡  the way out - η έξοδος
    ⮡  On my way out of the station…
    Κατά την έξοδό μου από το σταθμό…
    ⮡  the way up - η άνοδος
    ⮡  Use the elevator only on the way up.
    Χρησιμοποιείτε το ασανσέρ μόνο για την άνοδο.
    ⮡  the way down - η κάθοδος
    ⮡  We lost our supplies on the way down.
    Χάσαμε τα εφόδιά μας κατά την κάθοδο.
  9. (ενικός) ο δρόμος, απέχω, αργώ, απόσταση ή χρονική περίοδος μεταξύ δύο σημείων
    ⮡  I have a long way to go.
    Έχω να κάνω πολύ δρόμο.
    ⮡  I will come with you some of the way./I will come with you a little ways.
    Θα έρθω μαζί σου λίγο δρόμο.
    ⮡  It’s a long way to the station.
    Είναι πολύς δρόμος ως το σταθμό.
    ⮡  Are we still a really long way off?/Do we still have quite a ways to go?
    Απέχουμε πολύ ακόμα;
    ⮡  Vacation is not too long a way off.
    Οι διακοπές δεν απέχουν πολύ.
    ⮡  The summer is still a long way off./The summer is still a ways off.
    Το καλοκαίρι αργεί ακόμα.
    ⮡  Are we a long way from reaching the village?
    Αργούμε ώσπου να φτάσουμε στο χωριό;
     συνώνυμα: ways (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο)

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία