way
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
way | ways |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαway (en)
- ο τρόπος, η μέθοδος
- ↪ the way she speaks - ο τρόπος που μιλάει
- ↪ in the same way - με τον ίδιο τρόπο
- ↪ in this way - μ' αυτό/κατ' αυτό τον τρόπο
- ↪ in a way that cannot be expressed in words - κατά τρόπο που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια
- ↪ the American way of life - ο αμερικανικός τρόπος ζωής
- ↪ We will find a way to do it.
- Θα βρούμε τρόπο να το κάνουμε.
- ↪ Do it your own way/in whatever way you like.
- Κάνε το με το δικό σου τρόπο/μ' όποιον τρόπο σου αρέσει.
- ↪ The way that I see things…
- Με τον τρόπο που βλέπω εγώ τα πράγματα…
- ↪ There’s no way of knowing.
- Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε.
- ↪ I don’t like his ways of doing business.
- Δεν μου αρέσουν οι μέθοδοί του στο εμπόριο.
- ↪ We must find a way of getting rich quick.
- Πρέπει να βρούμε μια μέθοδο γρήγορου πλουτισμού.
- ↪ The way we are going, there will be nothing left for us.
- Έτσι όπως πάμε δε θα μας μείνει τίποτα.
- ↪ in every way - από κάθε άποψη
- ο τρόπος, ο χαρακτήρας, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς
- ↪ I don’t like the way he drinks/speaks/looks at me/behaves.
- Δεν μου αρέσει ο τρόπος που πίνει/μιλάει/με κοιτάζει/φέρεται.
- ↪ It’s not his way to be helpful.
- Δεν το 'χει ο χαρακτήρας του να είναι εξυπηρετικός.
- ↪ I don’t like the way he drinks/speaks/looks at me/behaves.
- (μόνο πληθυντικός) οι συνήθειες, ο τυπικός τρόπος συμπεριφοράς και διαβίωσης μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
- ↪ the English ways - οι αγγλικές συνήθειες
- (συνήθως ενικός) ο δρόμος, μια διαδρομή ή οδός που ακολουθώ για να φτάσω σε ένα μέρος
- ↪ What is the right/best/quickest/shortest way to the station?
- Ποιος είναι ο σωστός/καλύτερος/γρηγορότερος/συντομότερος δρόμος για το σταθμό;
- ↪ I will ask the way to the store.
- Θα ρωτήσω το δρόμο για/προς το κατάστημα.
- ↪ I found/lost my way.
- Βρήκα/έχασα το δρόμο μου.
- ↪ He went out of his way.
- Βγήκε από το δρόμο του.
- ↪ What is the right/best/quickest/shortest way to the station?
- (συνήθως ενικός) ο δρόμος κατά μήκος του οποίου κάποιος ή κάτι κινείται· ο δρόμος που θα ακολουθούσε κάποιος ή κάτι αν δεν τον σταματούσε τίποτα
- ↪ Drop it in the mail on your way.
- Ρίξτε το στο ταχυδρομείο στο δρόμο σου.
- ↪ Drop it in the mail on your way.
- ο δρόμος, η κατεύθυνση
- (συνήθως ενικός) ένα μέσο για να μπω ή να βγω από ένα μέρος, όπως μια πόρτα ή μια πύλη
- ↪ the way in - η είσοδος
- ↪ It’s the only way in to the old castle.
- Είναι η μόνη είσοδος στο παλιό κάστρο.
- ↪ the way out - η έξοδος
- ↪ On my way out of the station…
- Κατά την έξοδό μου από το σταθμό…
- ↪ the way up - η άνοδος
- ↪ Use the elevator only on the way up.
- Χρησιμοποιείτε το ασανσέρ μόνο για την άνοδο.
- ↪ the way down - η κάθοδος
- ↪ We lost our supplies on the way down.
- Χάσαμε τα εφόδιά μας κατά την κάθοδο.
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- way (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- way (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340-341, 895. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτσι, τρόπος