Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

make one's way < → δείτε τις λέξεις make, one's και way

  Έκφραση επεξεργασία

make one's way (en)

  • (ιδιωματισμός) πάω, κατεβαίνω, κινούμαι κάπου· κάνω πρόοδο
    She made her way to the kitchen.
    Πήγε στην κουζίνα.
    They made their way down to the foot of the mountain.
    Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.

  Πηγές επεξεργασία