Ετυμολογία

επεξεργασία
make one's way < → δείτε τις λέξεις make, one's και way

  Έκφραση

επεξεργασία

make one's way (en)

  • (ιδιωματισμός) πάω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαίνω, βγαίνω, κινούμαι κάπου· πετυχαίνω, κάνω πρόοδο
    ⮡  She made her way to the kitchen.
    Πήγε στην κουζίνα.
    ⮡  I made my way up the mountain.
    Ανέβηκα το βουνό.
    ⮡  They made their way down to the foot of the mountain.
    Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
    ⮡  We made our way into the house so we don’t get cold.
    Μπήκαμε στο σπίτι για να μην κρυώνουμε.
    ⮡  I made my way out of the store.
    Βγήκα από το μαγαζί.
    ⮡  I’m making my way in life.
    Πετυχαίνω στη ζωή.