Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
make one's way
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Έκφραση
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
make one's way
< →
δείτε
τις λέξεις
make
,
one's
και
way
Έκφραση
επεξεργασία
make one's way
(en)
(
ιδιωματισμός
)
πάω
,
ανεβαίνω
,
κατεβαίνω
,
μπαίνω
,
βγαίνω
, κινούμαι κάπου·
πετυχαίνω
, κάνω πρόοδο
⮡
She made her way
to the kitchen.
Πήγε
στην κουζίνα.
⮡
I made my way up
the mountain.
Ανέβηκα
το βουνό.
⮡
They made their way down
to the foot of the mountain.
Κατέβηκαν
ως τη ρίζα του βουνού.
⮡
We made our way into
the house so we don’t get cold.
Μπήκαμε
στο σπίτι για να μην κρυώνουμε.
⮡
I made my way out
of the store.
Βγήκα
από το μαγαζί.
⮡
I’m making my way
in life.
Πετυχαίνω
στη ζωή.
Πηγές
επεξεργασία
way (idioms): make your way
-
Oxford Learner's Dictionaries
Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed.
Oxford Greek-English Learner's Dictionary
(Revised έκδοση). Oxford:
Oxford University Press
. σελ. 699-700.
ISBN
9780194325684
.
, λήμμα: πηγαίνω