κατεβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατεβαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατεβαίνω < αρχαία ελληνική καταβαίνω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.teˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τε‐βαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακατεβαίνω
- κινούμαι από ένα υψηλότερο σημείο προς ένα χαμηλότερο
- ⮡ κατεβαίνω τη σκάλα
- ⮡ κατεβαίνω από το βουνό στην πεδιάδα
- έρχομαι ή πηγαίνω (συνήθως από βορειότερο σημείο προς νοτιότερο ή από την περιφέρεια προς αστικό κέντρο)
- αποβιβάζομαι από μεταφορικό μέσο
- αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω
- ξεκινώ (για πολιτικές, συνδικαλιστικές ενέργειες)
- ⮡ κατεβαίνω σε απεργία
- κατεβαίνω στις εκλογές: θέτω υποψηφιότητα, ξεκινώ εκλογικό αγώνα
- χάνω σε ύψος
- τα νερά του ποταμού κατέβηκαν πολύ το καλοκαίρι
- μειώνομαι
- δείχνω χαμηλότερες μετρήσεις
- όταν λέμε κατεβάζω τη μπάλα, σε παιχνίδι ή άθλημα, εννοούμε πως κινούμαι από τη δική μου περιοχή προς την περιοχή του αντιπάλου, έχοντας στην κατοχή μου τη μπάλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατεβαίνω | κατέβαινα | θα κατεβαίνω | να κατεβαίνω | κατεβαίνοντας | |
β' ενικ. | κατεβαίνεις | κατέβαινες | θα κατεβαίνεις | να κατεβαίνεις | κατέβαινε | |
γ' ενικ. | κατεβαίνει | κατέβαινε | θα κατεβαίνει | να κατεβαίνει | ||
α' πληθ. | κατεβαίνουμε | κατεβαίναμε | θα κατεβαίνουμε | να κατεβαίνουμε | ||
β' πληθ. | κατεβαίνετε | κατεβαίνατε | θα κατεβαίνετε | να κατεβαίνετε | κατεβαίνετε | |
γ' πληθ. | κατεβαίνουν(ε) | κατέβαιναν κατεβαίναν(ε) |
θα κατεβαίνουν(ε) | να κατεβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέβηκα | θα κατέβω | να κατέβω | κατέβει | ||
β' ενικ. | κατέβηκες | θα κατέβεις | να κατέβεις | κατέβα | ||
γ' ενικ. | κατέβηκε | θα κατέβει | να κατέβει | |||
α' πληθ. | κατεβήκαμε | θα κατέβουμε | να κατέβουμε | |||
β' πληθ. | κατεβήκατε | θα κατέβετε | να κατέβετε | κατεβείτε | ||
γ' πληθ. | κατέβηκαν κατεβήκαν(ε) |
θα κατέβουν(ε) | να κατέβουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατέβει | είχα κατέβει | θα έχω κατέβει | να έχω κατέβει | ||
β' ενικ. | έχεις κατέβει | είχες κατέβει | θα έχεις κατέβει | να έχεις κατέβει | ||
γ' ενικ. | έχει κατέβει | είχε κατέβει | θα έχει κατέβει | να έχει κατέβει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατέβει | είχαμε κατέβει | θα έχουμε κατέβει | να έχουμε κατέβει | ||
β' πληθ. | έχετε κατέβει | είχατε κατέβει | θα έχετε κατέβει | να έχετε κατέβει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατέβει | είχαν κατέβει | θα έχουν κατέβει | να έχουν κατέβει |
|
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατεβαίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατεβαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας