Αγελάδα κατεβαίνει μια σκάλα.
 
Επιβάτες κατεβαίνουν από το αεροπλάνο.
 
Άνδρας κατεβαίνει από άλογο με βοήθεια.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατεβαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατεβαίνω < αρχαία ελληνική καταβαίνω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.teˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τε‐βαί‐νω

κατεβαίνω

  1. κινούμαι από ένα υψηλότερο σημείο προς ένα χαμηλότερο
    ⮡  κατεβαίνω τη σκάλα
    ⮡  κατεβαίνω από το βουνό στην πεδιάδα
  2. έρχομαι ή πηγαίνω (συνήθως από βορειότερο σημείο προς νοτιότερο ή από την περιφέρεια προς αστικό κέντρο)
  3. αποβιβάζομαι από μεταφορικό μέσο
  4. αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω
  5. ξεκινώ (για πολιτικές, συνδικαλιστικές ενέργειες)
    ⮡  κατεβαίνω σε απεργία
    κατεβαίνω στις εκλογές: θέτω υποψηφιότητα, ξεκινώ εκλογικό αγώνα
  6. χάνω σε ύψος
    τα νερά του ποταμού κατέβηκαν πολύ το καλοκαίρι
  7. μειώνομαι
  8. δείχνω χαμηλότερες μετρήσεις
  9. όταν λέμε κατεβάζω τη μπάλα, σε παιχνίδι ή άθλημα, εννοούμε πως κινούμαι από τη δική μου περιοχή προς την περιοχή του αντιπάλου, έχοντας στην κατοχή μου τη μπάλα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία