come down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | come down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes down |
αόριστος | came down |
παθητική μετοχή | come down |
ενεργητική μετοχή | coming down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcome down (en)
- πέφτω, έρχομαι, κρεμιέμαι σε συγκεκριμένο σημείο
- κατεβαίνω, έρχομαι από το ένα μέρος στο άλλο, συνήθως από τα βόρεια μιας χώρας προς τα νότια ή από ένα μεγαλύτερο μέρος σε ένα μικρότερο
- ⮡ He came down from Russia to Greece.
- Από τη Ρωσία κατέβηκε στην Ελλάδα.
- ⮡ He came down from Russia to Greece.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- come down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω