ενεστώτας come down
γ΄ ενικό ενεστώτα comes down
αόριστος came down
παθητική μετοχή come down
ενεργητική μετοχή coming down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come down < → δείτε τις λέξεις come και down

come down (en)

  1. πέφτω, έρχομαι, κρεμιέμαι σε συγκεκριμένο σημείο
    ⮡  Her hair came down to her waist.
    Τα μαλλιά της έπεφταν στη μέση της.
    ⮡  The curtain comes down to the floor.
    Η κουρτίνα έπεφτε ως το πάτωμα.
    ⮡  Her skirt came down to her knees.
    Η φούστα της ερχόταν ως τα γόνατα.
     συνώνυμα: reach, → και δείτε τη λέξη hang
  2. κατεβαίνω, έρχομαι από το ένα μέρος στο άλλο, συνήθως από τα βόρεια μιας χώρας προς τα νότια ή από ένα μεγαλύτερο μέρος σε ένα μικρότερο
    ⮡  He came down from Russia to Greece.
    Από τη Ρωσία κατέβηκε στην Ελλάδα.

Δείτε επίσης

επεξεργασία