reach
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reach | reaches |
reach (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η απόσταση στην οποία μπορώ να απλώσω τα χέρια μου για να αγγίξω κάτι· η απόσταση στην οποία ένα συγκεκριμένο αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αγγίξει κάτι άλλο
- ⮡ The shot was well beyond the goalkeeper’s reach.
- Το σουτ ήταν σε μέρος που δεν μπορούσε να το φτάσει καθόλου ο τερματοφύλακας.
- ⮡ Keep this bottle out of the reach of children.
- Φύλαξε αυτό το μπουκάλι σε μέρος που να μην το φθάνουν τα παιδιά.
- ⮡ I want to have my reference books within my reach.
- Θέλω να έχω τα βοηθήματά μου κοντά μου.
- ⮡ I want to have my cellphone within easy reach/within arm’s reach.
- Θέλω να έχω το κινητό μου να μπορώ να το φτάνω εύκολα.
- ⮡ This boxer has a long reach.
- Αυτός ο πυγμάχος έχει μακρύ χέρι.
- ⮡ He got it with a long reach.
- Το πήρε απλώνοντας το χέρι του όσο έφτανε.
- ⮡ The shot was well beyond the goalkeeper’s reach.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η εμβέλεια, η ισχύς, η ικανότητα, η έκταση στην οποία κάποιος ή κάτι έχει τη δύναμη ή την επιρροή να κάνει κάτι
- ⮡ The brand now has global reach.
- Η μάρκα έχει πλέον παγκόσμια εμβέλεια.
- ⮡ The company has now overtaken its main rival in terms of size and reach.
- Η εταιρεία έχει πλέον ξεπεράσει τον κύριο αντίπαλό της όσον αφορά το μέγεθος και την εμβέλεια.
- ⮡ Such matters are beyond the reach of the law.
- Τέτοια ζητήματα βρίσκονται πέρα από την ισχύ του νόμου.
- ⮡ Victory is now out of her reach.
- Η νίκη είναι πλέον έξω από την ικανότητά της.
- ⮡ The cars became within everyone’s reach.
- Τα αυτοκίνητα έγιναν προσιτά σε όλους.
- ⮡ The brand now has global reach.
- (συνήθως πληθυντικός) το τμήμα, ευθύ τμήμα νερού ανάμεσα σε δύο στροφές σε ένα ποτάμι
- ⮡ This is one of the most beautiful reaches of the Thames.
- Αυτή είναι ένα από τα πιο όμορφα τμήματα του Τάμεση.
- ⮡ They live near the upper reaches of the river.
- Ζουν κοντά στα ανώτερα τμήματα του ποταμού.
- ⮡ This is one of the most beautiful reaches of the Thames.
- (μόνο πληθυντικός) τα όρια, τα μέρη μιας περιοχής ή ενός τόπου που απέχουν πολύ από το κέντρο
- ⮡ They are aliens from the outer reaches of space.
- Είναι εξωγήινοι από τα εξωτερικά όρια του διαστήματος.
- ⮡ This goes beyond the reaches of human understanding. (μεταφορικά)
- Αυτό ξεπερνάει τα όρια των ανθρώπινων αντιλήψεων.
- ⮡ They are aliens from the outer reaches of space.
- (μόνο πληθυντικός) τα κλιμάκια, οι θέσεις, τα ανώτερα ή κατώτερα τμήματα ενός οργανισμού, ενός συστήματος κ.λπ
- ⮡ She works in the upper reaches of the civil service.
- Εργάζεται στα ανώτερα κλιμάκια της δημόσιας διοίκησης.
- ⮡ Many clubs in the lower reaches of the league are in financial difficulty.
- Πολλά σωματεία στις χαμηλότερες θέσεις της λίγκας αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.
- ⮡ She works in the upper reaches of the civil service.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | reach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reaches |
αόριστος | reached |
παθητική μετοχή | reached |
ενεργητική μετοχή | reaching |
reach (en)
- (μεταβατικό) φτάνω στο μέρος που ταξιδεύω
- ⮡ After two hours they reached a river.
- Ύστερα από δυο ώρες έφτασαν σ' ένα ποτάμι.
- ⮡ After two hours they reached a river.
- (μεταβατικό) φτάνω σε, τραβώ την προσοχή κάποιου
- ⮡ Your letter reached me yesterday.
- Το γράμμα σας έφτασε στα χέρια μου χτες.
- ⮡ Your letter reached me yesterday.
- (μεταβατικό) φτάνω σε, ανέρχομαι σε, αυξάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ταχύτητα κτλ. σε μια χρονική περίοδο
- ⮡ His income reaches five figures.
- Το εισόδημά του φτάνει σε πενταψήφιο αριθμό.
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
- Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
- ⮡ The visitors to the fair reached 50,000 in total.
- Οι επισκέπτες της έκθεσης ανήλθαν συνολικά σε 50.000.
- ⮡ His income reaches five figures.
- (μεταβατικό) φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο κάτι μετά από ένα χρονικό διάστημα
- ⮡ We reached page 40.
- Φτάσαμε στη σελίδα 40.
- ⮡ When I reach fifty…
- Όταν φτάσω τα πενήντα…
- ⮡ We reached page 40.
- (μεταβατικό) φτάνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο στόχο
- ⮡ He had a very hard time but, in the end, he reached where he wanted.
- Δυσκολεύτηκε πολύ, μα στο τέλος έφτασε εκεί που ήθελε.
- ⮡ We reached a compromise.
- Φτάσαμε σε συμβιβασμό.
- ⮡ This goal is not reached easily.
- Αυτός ο στόχος δε φτάνεται εύκολα.
- ⮡ He had a very hard time but, in the end, he reached where he wanted.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, προτείνω, απλώνω το χέρι μου προς κάτι για να το αγγίξω, να το σηκώσω κτλ.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, πιάνω, μπορώ να απλώσω το χέρι μου αρκετά για να αγγίξω κάτι, να σηκώσω κάτι κτλ.
- ⮡ I can’t reach it, it’s too high.
- Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
- ⮡ Can you reach the dictionary on the top shelf?
- Μπορείς να πιάσεις το λεξικό στο πάνω ράφι;
- ⮡ I can’t reach it, it’s too high.
- (μεταβατικό) φτάνω, πιάνω, απλώνω το χέρι μου για να πάρω κάτι για κάποιον
- ⮡ Can you reach that book for me?
- Μπορείς να μου φτάσεις αυτό το βιβλίο;
- ⮡ I will reach it for you.
- Θα σου το πιάσω.
- ⮡ Can you reach that book for me?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, είναι αρκετά μεγάλο για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο
- ⮡ The park reaches as far as the river.
- Το πάρκο φτάνει ως το ποτάμι.
- ⮡ His voice didn’t reach the back of the hall.
- Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
- ⮡ Her hair reached her lower back.
- Τα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση της.
- ⮡ The park reaches as far as the river.
- (μεταβατικό) έρχομαι σε επαφή με κάποιον, επικοινωνώ με κάποιον, ειδικά μέσω τηλεφώνου
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- reach (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- reach (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 96-97, 753. ISBN 9780194325684., λήμμα: απλώνω, προτείνω