reach
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reach | reaches |
reach (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | reach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reaches |
αόριστος | reached |
παθητική μετοχή | reached |
ενεργητική μετοχή | reaching |
reach (en)
- φτάνω
- φτάνω, απλώνω για να πιάσω κάτι
- (μεταφορικά) επικοινωνώ με
- ≈ συνώνυμα: contact, get hold of και get in touch