ενεστώτας hold out
γ΄ ενικό ενεστώτα holds out
αόριστος held out
παθητική μετοχή held out
ενεργητική μετοχή holding out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hold out < → δείτε τις λέξεις hold και out

hold out (en)

  1. (μεταβατικό, κυριολεκτικά) κρατώ κάτι προς τα έξω, τείνω, προτείνω, απλώνω το χέρι να πιάσω
    ⮡  He held out his hand to greet me.
    Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο reach out
  2. (ιδιωματισμός) περιμένω ή αρνούμαι μια προσφορά περιμένοντας κάτι καλύτερο
    I am holding out for more money.
  3. (ιδιωματισμός) αντέχω, επιβιώνω
    How long can they hold out without water?
  4. hold out on : κρατώ ένα μυστικό
    I didn't know you could do that. Have you been holding out on me?
  5. κρατώ κάτι για αργότερα
    Pack the boxes, but hold out a few blue ones for later.