hold out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hold out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | holds out |
αόριστος | held out |
παθητική μετοχή | held out |
ενεργητική μετοχή | holding out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhold out (en)
- (μεταβατικό, κυριολεκτικά) κρατώ κάτι προς τα έξω, τείνω, προτείνω, απλώνω το χέρι να πιάσω
- (ιδιωματισμός) περιμένω ή αρνούμαι μια προσφορά περιμένοντας κάτι καλύτερο
- I am holding out for more money.
- (ιδιωματισμός) αντέχω, επιβιώνω
- How long can they hold out without water?
- hold out on : κρατώ ένα μυστικό
- I didn't know you could do that. Have you been holding out on me?
- κρατώ κάτι για αργότερα
- Pack the boxes, but hold out a few blue ones for later.