Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hold holds

hold (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) το κράτημα, το πιάσιμο, η ενέργεια του κρατώ
      I need a better hold on the wheel when I drive.
    Χρειάζομαι καλύτερο κράτημα στο τιμόνι όταν οδηγώ.
      A correct violin hold plays a role in good playing.
    Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη grasp
  2. (αθλητισμός) η λαβή, το κράτημα, το πιάσιμο με ορισμένο τρόπο του αντιπάλου στην πάλη
      He overpowered his opponent with a hold.
    Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια λαβή.
      She immobilized him with a jiu-jitsu hold.
    Τον ακινητοποίησε με μια λαβή ζίου ζίτσου.
      He was unable to escape his opponent's hold and the referee stopped the fight.
    Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το κράτημα του αντιπάλου του και ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα.
      a strong/skilled hold - γερό/τεχνικό πιάσιμο
  3. (μόνο ενικός) η επιρροή, η εξουσία, ο έλεγχος
      She has a lot of hold of her.
    Έχει μεγάλη επιρροή πάνω της.
      They keep them under their hold.
    Τους διατηρούν υπό την εξουσία/υπό τον έλεγχο τους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη influence
  4. το στήριγμα, μέρος όπου μπορώ να βάλω τα χέρια ή τα πόδια μου όταν σκαρφαλώνω
      The rock didn’t provide many holds for the climbers.
    Ο βράχος δεν πρόσφερε πολλά στηρίγματα στους ορειβάτες.
  5. το αμπάρι, χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα σε πλοίο ή αεροσκάφος
      The holds filled with sea and the caïque began to sink.
    Τα αμπάρια γέμισαν θάλασσα και το καΐκι άρχισε να βουλιάζει.
  6. το κράτημα, η ικανότητα του αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς στο έδαφος
      The new tires ensure a strong hold during turns.
    Τα καινούρια λάστιχα εξασφαλίζουν γερό κράτημα στις στροφές.
     συνώνυμα: grip
ενεστώτας hold
γ΄ ενικό ενεστώτα holds
αόριστος held
παθητική μετοχή held
ενεργητική μετοχή holding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hold (en)

  1. κρατάω
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) χωράω, παίρνω, έχω αρκετό χώρο για κάτι ή κάποιον
      How much wine does this barrel hold?
    Πόσο κρασί χωράει αυτό το βαρέλι;
      Will this suitcase hold all of your clothes?
    Θα πάρει αυτή η βαλίτσα όλα σου τα ρούχα;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fit
  3. (μεταβατικό) κατέχω μια θέση
      He holds a key position in the business/in the government.
    Κατέχει μια θέση κλειδί στην επιχείρηση/στην κυβέρνηση.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία