hold
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hold | holds |
hold (en)
- κράτημα, λαβή
- κράτημα (για τα μαλλιά, κόμμωση)
- το συνολικό ποσό που παίζεται σε ένα στοίχημα
- χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα σε πλοίο (αμπάρι) ή αεροσκάφος
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | hold |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | holds |
αόριστος | held |
παθητική μετοχή | held |
ενεργητική μετοχή | holding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hold (en)