ενεστώτας hold up
γ΄ ενικό ενεστώτα holds up
αόριστος held up
παθητική μετοχή held up
ενεργητική μετοχή holding up

Ετυμολογία

επεξεργασία
hold up <  δείτε τις λέξεις hold και up

hold up (en)

  • καθυστερώ ή εμποδίζω την κίνηση ή την πρόοδο κάποιου ή κάτι
      The traffic held us up.
    Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay