ενεστώτας hold up
γ΄ ενικό ενεστώτα holds up
αόριστος held up
παθητική μετοχή held up
ενεργητική μετοχή holding up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hold up < → δείτε τις λέξεις hold και up

hold up (en)

  • καθυστερώ ή εμποδίζω την κίνηση ή την πρόοδο κάποιου ή κάτι
    ⮡  The traffic held us up.
    Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay