χωράω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωράω < χωρ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χωράω. Δείτε και το χωρώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xoˈɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ρά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαχωράω/χωρώ, πρτ.: χωρούσα/χώραγα, αόρ.: χώρεσα (χωρίς παθητική φωνή)
- μπορώ να μπω σε ένα χώρο, υπάρχει χώρος και για εμένα (για έμψυχα και αντικείμενα)
- χωράω να περάσω
- στους δύο τρίτος δεν χωρεί
- όλοι οι καλοί χωράνε
- το ντουλάπι χωράει μια χαρά στη γωνία
- (για αφηρημένες έννοιες) δεν υπάρχουν περιθώρια για αυτές, δεν χωράνε (στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)
- Δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου (το αδιανόητο γεγονός)
- δεν χωράει αμφιβολία ή δεν χωρεί αμφιβολία (είναι βέβαιο)
- δεν χωράει συζήτηση (είναι αποφασισμένο)
- Το δύο χωράει δύο φορές στο 4. Για βρες τώρα πόσες φορές χωράει παιδί μου το χαρτζιλίκι σου στο μισθό μου; Νομίζω μία και είναι καιρός να βρεις δουλειά!
- με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, εσύ, αυτός, δηλαδή με το μου ή με κ.λπ. σχηματίζονται φράσεις όπου το χωρώ μαρτυρεί ασυμβατότητα ή συμβατότητα διαστάσεων
- Τι το σιδερώνεις άδικα... Αφού δεν μου χωράει πια ρε μάνα!
- Μια χαρά σου χωράει αλλά δεν σ' αρέσει πια.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωράω - χωρώ | χωρούσα - χώραγα | θα χωράω - χωρώ | να χωράω - χωρώ | χωρώντας | |
β' ενικ. | χωράς - χωρείς | χωρούσες - χώραγες | θα χωράς - χωρείς | να χωράς - χωρείς | χώρα - χώραγε | |
γ' ενικ. | χωράει - χωρά - χωρεί | χωρούσε - χώραγε | θα χωράει - χωρά - χωρεί | να χωράει - χωρά - χωρεί | ||
α' πληθ. | χωράμε - χωρούμε | χωρούσαμε - χωράγαμε | θα χωράμε - χωρούμε | να χωράμε - χωρούμε | ||
β' πληθ. | χωράτε - χωρείτε | χωρούσατε - χωράγατε | θα χωράτε - χωρείτε | να χωράτε - χωρείτε | χωράτε - χωρείτε | |
γ' πληθ. | χωράν(ε) - χωρούν(ε) | χωρούσαν(ε) - χώραγαν - χωράγανε | θα χωράν(ε) - χωρούν(ε) | να χωράν(ε) - χωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χώρεσα | θα χωρέσω | να χωρέσω | χωρέσει | ||
β' ενικ. | χώρεσες | θα χωρέσεις | να χωρέσεις | χώρα - χώρεσε | ||
γ' ενικ. | χώρεσε | θα χωρέσει | να χωρέσει | |||
α' πληθ. | χωρέσαμε | θα χωρέσουμε | να χωρέσουμε | |||
β' πληθ. | χωρέσατε | θα χωρέσετε | να χωρέσετε | χωρέστε | ||
γ' πληθ. | χώρεσαν χωρέσαν(ε) |
θα χωρέσουν(ε) | να χωρέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χωρέσει | είχα χωρέσει | θα έχω χωρέσει | να έχω χωρέσει | ||
β' ενικ. | έχεις χωρέσει | είχες χωρέσει | θα έχεις χωρέσει | να έχεις χωρέσει | ||
γ' ενικ. | έχει χωρέσει | είχε χωρέσει | θα έχει χωρέσει | να έχει χωρέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χωρέσει | είχαμε χωρέσει | θα έχουμε χωρέσει | να έχουμε χωρέσει | ||
β' πληθ. | έχετε χωρέσει | είχατε χωρέσει | θα έχετε χωρέσει | να έχετε χωρέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χωρέσει | είχαν χωρέσει | θα έχουν χωρέσει | να έχουν χωρέσει |
|
- τα λόγια σύνθετα (π.χ. εισχωρώ, προχωρώ) ακολουθούν σε κλίση τα σε -εω, δηλαδή κλίνονται σαν το θεωρώ
Σύνθετα
επεξεργασίαμε το χωράω και χωρώ
με το χωρώ
- → δείτε τη λέξη χωρώ